- πανάθλια
- πανάθλιοςall-wretchedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναθλία — παναθλίᾱ , πανάθλιος all wretched fem nom/voc/acc dual παναθλίᾱ , πανάθλιος all wretched fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίᾳ — παναθλίᾱͅ , πανάθλιος all wretched fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίας — παναθλίᾱς , πανάθλιος all wretched fem acc pl παναθλίᾱς , πανάθλιος all wretched fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίαν — παναθλίᾱν , πανάθλιος all wretched fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсестрастьныи — (4*) пр. 1. Одержимый страстями: Сего ради да не будеть в васъ никто же всепагубно дерзъ. ласкордьству˫а на сластолюбие. грехолюбивъ. всестрастенъ. срамодушенъ. (ὑλοπαθής!) ФСт XIV, 100а. 2. Несчастный: О всестр(с)тьна˫а д҃ша. како ѹ˫азвисѩ. како … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek